αστακογαρίδα

αστακογαρίδα
Καρκινοειδές δεκάποδο, της οικογένειας των νεφροπειδών ή χομαριδών, της υπόταξης των μακροούρων. Το είδος αυτό ζει στην ιλύ του βυθού του βορειοανατολικού Ατλαντικού και της Μεσογείου σε διάφορα βάθη, από 30 έως 150 μ. Το επιστημονικό όνομα του είδους (nephrops norvegicus) οφείλεται στο ότι τα πρώτα δείγματα που μελετήθηκαν, τα είχαν αλιεύσει στις ευρωπαϊκές θάλασσες του Βορρά. Το είδος αυτό, μήκους κατά μέσο όρο 15 εκ., αλιεύεται με συρτό δίχτυ για το κρέας του που είναι νόστιμο και όμοιο με το κρέας του αστακού. Η α. αναπαράγεται την άνοιξη γεννώντας αβγά πρασινωπά, από τα oποία βγαίνουν προνύμφες μήκους 5-12 χιλιοστών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νέφρωψ — ο ζωολ. γένος δεκάποδων καρκινοφιδών, κν. αστακογαρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephrops (< νεφρ[ο] * + ὤψ «όψη»)] …   Dictionary of Greek

  • καραβίδες — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά στην Ελλάδα δύο διαφορετικά είδη μαλακοστράκων της τάξης των δεκαπόδων, που ανήκουν το ένα στο θαλάσσιο γένος νέφρωψ και το άλλο στο γένος αστακός. To πρώτο, ο νέφρωψ ο νορβηγικός (θαλασσινή κ. ή αστακογαρίδα),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”